σκάφιον

σκάφιον
τὸ, Α
1. μικρό πλοιάριο («ὁ δὲ πάκτων διὰ σκυταλίδων πεπηγός ἐστι σκάφιον», Στράβ.)
2. μικρή σκάφη, λεκάνη ή αγγείο που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά («ἀπὸ τῶν ὀμφαλῶν τῶν ἐν ταῑς γυναικείας πυέλοις, ὅθεν τοῑς σκαφίοις ἀρύουσι», Λυκόφρ.)
3. μικρό ποτήρι («κάδος καὶ σκαφίον ἀργυροῡν δύο κοτύλας χωροῡν», Φύλαρχ.)
4. σκαφοειδές νυκτερινό ουροδοχείο τών γυναικών
5. σκυθικός τρόπος κουρέματος τών μαλλιών σύμφωνα με τον οποίο ξύριζαν τα μαλλιά κυκλικά γύρω από το κεφάλι και μέχρι το δέρμα, αφήνοντας μόνο λίγες τρίχες στην κορυφή, η οποία έτσι έμοιαζε με λεκάνη («σκάφιον ἀποκεκαρμένην», Αριστοτ.)
6. η κορυφή τού κεφαλιού, το ανώτατο μέρος τού κρανίου («ἵνα μὴ καταγῇς τὸ σκάφιον», Αριστοφ.)
7. το πίσω μέρος τού κρανίου
8. είδος επιδέσμου τού κεφαλιού
9. κοίλο σφαιρικό κάτοπτρο που χρησίμευε για τη συγκέντρωση τών ακτίνων τού Ηλίου με το οποίο οι Εστιάδες παρθένες άναβαν τη φωτιά, αλλ. σκαφείον
10. στον πληθ. τὰ σκάφια
τα ισχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- τού σκάπτω + υποκορ. κατάλ. -ιον. Η λ. λειτουργεί ως υποκορ. και τής λ. σκάφη και τής λ. σκάφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκάφιον — small bowl neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφίοις — σκάφιον small bowl neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφίου — σκάφιον small bowl neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφίων — σκάφιον small bowl neut gen pl σκάφος 2 hull of a ship neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάφια — σκάφιον small bowl neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • OCCATOR — unus ex divis agricolis Veter. ab occatione. Proprie autem dicebatur ager poliri, cum occabatur rastris vel crate; et haec velut summa manus erat, quae agro exercendo imponebatur. Unde politiones agrorum, et politor, qui agrum colendum conducebat …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σκαφιόκουρος — ον, Α αυτός που έχει τα μαλλιά του κομμένα στο σχήμα που ονομάζεται σκάφιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάφιον «σκυθικός τρόπος κουρέματος τών μαλλιών» + κουρος (< κουρά), πρβλ. νεό κουρος] …   Dictionary of Greek

  • υποσκαφιόκαρτος — ον, Α αυτός που είναι κουρεμένος κατά τον σκυθικό τρόπο κουρέματος, που ονομαζόταν σκάφιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκάφιον «σκυθικός τρόπος κουρέματος» + καρτός (< κείρω «κουρεύω»] …   Dictionary of Greek

  • скафа — скребок для оскабливания овчины , херсонск. (Даль). Едва ли заимств. из греч. σκάφος ср. р. резец, кирка , σκαφεῖον, σκαφίον – то же, свидетельства которого мне неизвестны из новогреческого и которое отличается также по знач., вопреки Бодуэну де… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • AMA — Graece Α῎μη, Latine Batillus, seu potius Vatillum. Duas autem res ἄμη significabat, olim apud Graecos, et instrumentum fossorium cui simile est et illud quod ad ignem paratum est, et vas tenendae aquae aptum, sicut plane et σκάφν et σναφεῖον: nam …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”